Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποφερτός η υποφερτή το υποφερτό
      γενική του υποφερτού της υποφερτής του υποφερτού
    αιτιατική τον υποφερτό την υποφερτή το υποφερτό
     κλητική υποφερτέ υποφερτή υποφερτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποφερτοί οι υποφερτές τα υποφερτά
      γενική των υποφερτών των υποφερτών των υποφερτών
    αιτιατική τους υποφερτούς τις υποφερτές τα υποφερτά
     κλητική υποφερτοί υποφερτές υποφερτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποφερτός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υποφερτός

  • που μπορεί κανείς να τον ανεχτεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία