Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tarmac < tarmacadam < tar + macadam

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tarmac (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tarmac < αγγλική tarmac

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tarmac tarmacs

tarmac (fr) αρσενικό

  1. διάδρομος κυκλοφορίας αεροσκαφών
  2. χώρος στάθμευσης αεροσκαφών