Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.ko/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tacot tacots

tacot (fr) αρσενικό

Un vieux tacot. Μια παλιά σακαράκα.

Συνώνυμα επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία