Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακαράκα οι σακαράκες
      γενική της σακαράκας
    αιτιατική τη σακαράκα τις σακαράκες
     κλητική σακαράκα σακαράκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακαράκα < πιθανόν από την ιταλική carcassa (σκελετός πλοίου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακαράκα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία