témoin oculaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
témoin oculaire | témoins oculaires |
témoin oculaire (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
témoin oculaire | témoins oculaires |
témoin oculaire (fr) αρσενικό