témoin
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- témoin < λατινική testimonium
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
témoin | témoins |
témoin (fr) αρσενικό
- ο μάρτυρας
- η σκυτάλη
- → δείτε τη λέξη course de relais
ενικός | πληθυντικός |
témoin | témoins |
témoin (fr) αρσενικό