Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας switch off
γ΄ ενικό ενεστώτα switches off
αόριστος switched off
παθητική μετοχή switched off
ενεργητική μετοχή switching off

  Ετυμολογία επεξεργασία

switch off < → δείτε τις λέξεις switch και off

  Ρήμα επεξεργασία

switch off (en)

  Πηγές επεξεργασία