survenant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | survenant | survenants |
θηλυκό | survenante | survenantes |
Επίθετο επεξεργασία
survenant (fr)
- επερχόμενος, που προκύπτει ξαφνικά
Μετοχή επεξεργασία
survenant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | survenant | survenants |
θηλυκό | survenante | survenantes |
survenant (fr)
survenant (fr)