surqualifié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surqualifié | surqualifiés |
θηλυκό | surqualifiée | surqualifiées |
Επίθετο επεξεργασία
surqualifié (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surqualifié | surqualifiés |
θηλυκό | surqualifiée | surqualifiées |
surqualifié (fr)