sulfuro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sulfuro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sulfuro | sulfuroj |
αιτιατική | sulfuron | sulfurojn |
sulfuro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sulfuro | sulfuroj |
αιτιατική | sulfuron | sulfurojn |
sulfuro (eo)