Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θειάφι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θειάφι(ν) < ελληνιστική κοινή θειάφιον < αρχαία ελληνική θεῖον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θiˈa.fi/ & /ˈθça.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θει‐ά‐φι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θειάφι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία