stimulation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
stimulation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stimulation | stimulations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
stimulation (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη stimuler
stimulation (en)
ενικός | πληθυντικός |
stimulation | stimulations |
stimulation (fr) θηλυκό