status quo
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
status quo | status quos |
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
status quo (en)
- το στάτους κβο, η καθεστηκυία τάξη, η υπάρχουσα κατάσταση
- ↪ Conservatives fight for preservation of the status quo.
- Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
- ↪ Conservatives fight for preservation of the status quo.
Πηγές επεξεργασία
- status quo - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 431-432. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατάσταση