stamp
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stamp | stamps |
stamp (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | stamp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stamps |
αόριστος | stamped |
παθητική μετοχή | stamped |
ενεργητική μετοχή | stamping |
stamp (en)
- χτυπάω με το πόδι
- ↪ they were stamping their feet
- χτυπούσαν τα πόδια
- ↪ they were stamping their feet