spontané
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | spontané | spontanés |
θηλυκό | spontanée | spontanées |
spontané (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | spontané | spontanés |
θηλυκό | spontanée | spontanées |
spontané (fr)