soustractif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soustractif | soustractifs |
θηλυκό | soustractive | soustractives |
Επίθετο επεξεργασία
soustractif (fr)
- αφαιρετικός
- λέγεται για τα πρωτογενή χρώματα που, όταν αφαιρούνται, δίνουν το λευκό χρώμα