sot
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sot | sots |
θηλυκό | sotte | sottes |
sot (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sot | sots |
θηλυκό | sotte | sottes |
sot (fr)