Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sommaire sommaires

sommaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συνοπτικός
  2. πρόχειρος
  3. υποτυπώδης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sommaire sommaires

sommaire (fr) αρσενικό