υποτυπώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποτυπώδης < αρχαία ελληνική ὑποτυπόω / ὑποτυπῶ + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rudimentaire[1])
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1887
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.tiˈpo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.po.tiˈpo.ðes/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
υποτυπώδης, -ης, -ες
- που έχει αναπτυχθεί με ατελή τρόπο
- (μεταφορικά) χωρίς πλήρη ανάπτυξη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποτυπώδης
- ↑ υποτυπώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας