sliver
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
- sliver < παλαιοαγγλικά-αγγλοσαξονικά: seolfor ( < πρωτογερμανικά: ? ). Συγγενικό των: ολλανδικά: zilver, γερμανικά: Silber
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sliver (en)
sliver (en)