skok
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
skok < πρωτοσλαβική skokъ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
skok (pl) αρσενικό
- το πήδημα, το άλμα
- (αθλητισμός) το άλμα
Συγγενικά επεξεργασία
- skok w dal: άλμα εις μήκος
- skok wzwyż: άλμα εις ύψος
- skok o tyczce: άλμα επί κοντώ
- trójskok: τριπλούν
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
skok < πρωτοσλαβική skokъ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
skok (cs) αρσενικό