sink in
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | sink in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sinks in |
αόριστος | sank in |
παθητική μετοχή | sunk in |
ενεργητική μετοχή | sinking in |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
sink in (en)
- (μεταφορικά) κατανοώ, εμπεδώνω, καταλαβαίνω σε βάθος (πλήρως)