Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɪŋk/ (βρετανικό), (ΗΠΑ)
 
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sink sinks

sink (en)

  1. ο νεροχύτης, σε κουζίνα
  2. ο νιπτήρας, σε τουαλέτα
  3. (επιστημονικός όρος) η έξοδος, σημείο ή συστατικό απορροής (για οτιδήποτε: ηλεκτρικού ρεύματος, πληροφορίας κτλ.)
  4. (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ο δέκτης, ο αποδέκτης σήματος, πληροφορίας, δεδομένων[1]
    συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) Sk [1]
    information sink (αποδέκτης πληροφορίας), data sink (αποδέκτης δεδομένων)[1]
     συνώνυμα: receiver
     αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) transmitter, (πληροφορική) source

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας sink
γ΄ ενικό ενεστώτα sinks
αόριστος sank, sunk
παθητική μετοχή sunk, sunken
ενεργητική μετοχή sinking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sink (en)

  1. (αμετάβατο) βυθίζομαι
    The ship sank.
    Το πλοίο βυθίστηκε.
  2. (μεταβατικό) βυθίζω
    He sunk the boat so that it wouldn’t fall into enemy hands.
    Βύθισε το πλοίο του για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού.
  3. (αμετάβατο) βυθίζομαι, πέφτω, ρίχνομαι, κάποιος κινείται προς τα κάτω, ειδικά πέφτοντας ή καθίζοντας
    I sunk into an armchair.
    Βυθίστηκα σε μια πολυθρόνα.
    He sunk to the ground/down/to his knees.
    Έπεσε στο έδαφος/κάτω/στα γόνατα του.
    I sink into a chair.
    Ρίχνομαι σε μια καρέκλα.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα fall
  4. (αμετάβατο) πέφτω, κάτι κινείται αργά προς τα κάτω
    The sun was sinking in the west.
    Ο ήλιος έπεφτε στη δύση.
  5. (αμετάβατο) ελαττώνομαι σε ποσότητα, όγκο, δύναμη κτλ.
    Our sales are sinking.
    Οι πωλήσεις μας ελαττώνονται.
    His interest in the work has sunk.
    Ελαττώθηκε το ενδιαφέρον του για τη δουλειά.

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.

  Πηγές επεξεργασία