shutter
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
shutter | shutters |
Ουσιαστικό επεξεργασία
shutter (en)
- παντζούρι, παραθυρόφυλλο
- (τεχνολογία) κλείστρο μηχανών (φωτογραφικών, λήψης εικόνας, όπλων)
ενικός | πληθυντικός |
shutter | shutters |
shutter (en)