shortening
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
shortening (en)
- σύμπτυξη
- βράχυνση, κόντεμα
- (γλωσσολογία, γραμματική) συνώνυμο του clipping σύντμηση (αποκοπή φθόγγου, ή συλλαβής ή τμήματος λέξης)
- ≈ συνώνυμα: truncation, short form
- υπώνυμα: aphaeresis, apocope, clipping, procope, syncope
- → δείτε clipping στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αντώνυμα επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
shortening (en)