Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βράχυνση οι βραχύνσεις
      γενική της βράχυνσης* των βραχύνσεων
    αιτιατική τη βράχυνση τις βραχύνσεις
     κλητική βράχυνση βραχύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βραχύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βράχυνση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βράχυνσις < αρχαία ελληνική βραχύνω < βραχύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɾa.çin.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρά‐χυν‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βράχυνση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία