semi-conducteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- semi-conducteur < semi- + conducteur
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
semi-conducteur | semi-conducteurs |
semi-conducteur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) (ηλεκτρισμός) ο ημιαγωγός