conducteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- conducteur < conduire
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conducteur | conducteurs |
θηλυκό | conductrice | conductrices |
conducteur (fr) αρσενικό
- ο οδηγός
- (τεχνολογία) (ηλεκτρισμός) ο αγωγός
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conducteur | conducteurs |
θηλυκό | conductrice | conductrices |
conducteur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- conductance
- conducteur - conductrice
- conductibilité
- conduction
- conductivité
- conduire
- conduit
- conduite