sautillant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sautillant < sautiller
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sautillant | sautillants |
θηλυκό | sautillante | sautillantes |
sautillant (fr)
- χοροπηδηχτός
- (μεταφορικά) σπασμωδικός (λέγεται για το ύφος ενός έργου)