satisfaisant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | satisfaisant | satisfaisants |
θηλυκό | satisfaisante | satisfaisantes |
satisfaisant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | satisfaisant | satisfaisants |
θηλυκό | satisfaisante | satisfaisantes |
satisfaisant (fr) αρσενικό