sardinier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sardinier < sardine
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sardinier | sardiniers |
θηλυκό | sardinière | sardinières |
sardinier (fr)
- σχετικός με τις σαρδέλες
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sardinier | sardiniers |
θηλυκό | sardinière | sardinières |
sardinier (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sardinier | sardiniers |
sardinier (fr) αρσενικό