Ετυμολογία

επεξεργασία
sak- < γαλλική sac, ιταλική sacco, αγγλική sack, γερμανική Sack

sak- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: σάκος

Παράγωγα

επεξεργασία