sabotado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sabotado | sabotadoj |
αιτιατική | sabotadon | sabotadojn |
sabotado (eo)
- το σαμποτάζ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sabotado | sabotadoj |
αιτιατική | sabotadon | sabotadojn |
sabotado (eo)