σαμποτάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαμποτάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sabotage[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαμποτάζ ουδέτερο άκλιτο
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαμποτάζ
→ δείτε τη λέξη δολιοφθορά |
- ↑ σαμποτάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας