sûr
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sûr | sûrs |
θηλυκό | sûre | sûres |
sûr (fr)
- σίγουρος
- je ne suis pas sûr - δεν είμαι σίγουρος
- ασφαλής
- il est en lieu sûr - βρίσκεται σε ασφαλή τόπο
- έμπιστος