rongeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rongeur < ronger
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rongeur | rongeurs |
θηλυκό | rongeuse | rongeuses |
rongeur (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rongeur | rongeurs |
rongeur (fr) αρσενικό
- το τρωκτικό