rocailleux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rocailleux | rocailleux |
θηλυκό | rocailleuse | rocailleuses |
Επίθετο επεξεργασία
rocailleux (fr)
- γεμάτος χαλίκια
- (μεταφορικά) δυσάρεστος στην ακοή, κακοτράχαλος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rocailleux | rocailleux |
θηλυκό | rocailleuse | rocailleuses |
rocailleux (fr)