Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
roaming roamings

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈrəʊmɪŋ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

roaming (en)

  1. η περιπλάνηση, το τριγύρισμα, το γύρισμα
    Roaming the streets doesn’t do any good for him.
    Δεν του κάνει καλό το γύρισμα στους δρόμους.
  2. (τεχνολογία) περιαγωγή

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

roaming (en)