Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

riĉ- < αγγλική rich, γαλλική riche

  Ρίζα επεξεργασία

riĉ- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: πλούσιος

Παράγωγα επεξεργασία