reposée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reposée | reposées |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαreposée (fr) θηλυκό
- τόπος προστασίας και ανάπαυσης ενός ζώου κατά τη διάρκεια της μέρας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαreposée (fr)
ενικός | πληθυντικός |
reposée | reposées |
reposée (fr) θηλυκό
reposée (fr)