renommée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
renommée | renommées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
renommée (fr) θηλυκό
- η διασημότητα, η αναγνώριση, η υπόληψη, το « όνομα »
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη réputation
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη renommer
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
renommée (fr)