rekviemo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rekviemo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekviemo | rekviemoj |
αιτιατική | rekviemon | rekviemojn |
rekviemo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekviemo | rekviemoj |
αιτιατική | rekviemon | rekviemojn |
rekviemo (eo)