ρέκβιεμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρέκβιεμ < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική requiem [1], αιτιατική για την λατινική requies < re- + quies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷieh₁-ti- (ανάπαυση, ησυχία)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾe.kvi.em/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρέ‐κβι‐εμ
- ΔΦΑ : /ˈɾe.kʷi.eːm/ λατινικά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρέκβιεμ ουδέτερο άκλιτο
- (χριστιανισμός) η νεκρώσιμη ακολουθία της καθολικής εκκλησίας
- (μουσική) είδος μουσικής σύνθεσης για ορχήστρα, χορωδία και σολιστικές φωνές για τη νεκρώσιμη ακολουθία με καθορισμένα τα ψαλτά μέρη της καθολικής ακολουθίας, συχνά και με πρόσθετους ύμνους, όλα στα λατινικά
- ↪ Η τελευταία σύνθεση του Μότσαρτ ήταν ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ, ημιτελές, καθώς τον πήρε ο θάνατος στα 35 του χρόνια.
- (μεταφορικά) η τελευταία περίοδος, το κλείσιμο μιας ενέργειας, ζωής ή προσπάθειας
Σημειώσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
γαλλικά: