recommandé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- recommandé < recommander
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | recommandé | recommandés |
θηλυκό | recommandée | recommandées |
recommandé (fr)
- j'ai envoyé la lettre en recommandé - έστειλα την επιστολή συστημένη