recently
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | recently |
συγκριτικός | more recently |
υπερθετικός | most recently |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
recently (en)
παραθετικά | |
θετικός | recently |
συγκριτικός | more recently |
υπερθετικός | most recently |
recently (en)