react against
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | react against |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reacts against |
αόριστος | reacted against |
παθητική μετοχή | reacted against |
ενεργητική μετοχή | reacting against |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
react against (en)
- αντιδρώ σε, δείχνω αντιπάθεια ή αντίθεση σε απάντηση σε κάτι, ειδικά κάνοντας σκόπιμα το αντίθετο από αυτό που θέλει κάποιος να κάνω
- ↪ He reacts against anything his parents say.
- Αντιδράει σε καθετί που λένε οι γονείς του.
- ↪ He reacts against anything his parents say.