Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας react
γ΄ ενικό ενεστώτα reacts
αόριστος reacted
παθητική μετοχή reacted
ενεργητική μετοχή reacting

  Ρήμα επεξεργασία

react (en)

  • (αμετάβατο) αντιδρώ, αλλάζω ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σαν αποτέλεσμα ή σε απάντηση σε κάτι
    How did she react to the news?
    Πώς αντέδρασε στα νέα;
    She reacted by bursting into tears.
    Αντέδρασε ξεσπώντας σε κλάματα.
    They sprung up so fast that I couldn’t react.
    Ξεπετάχτηκαν τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσα να αντιδράσω.
     συνώνυμα: respond

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία