react
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | react |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reacts |
αόριστος | reacted |
παθητική μετοχή | reacted |
ενεργητική μετοχή | reacting |
Ρήμα επεξεργασία
react (en)
- (αμετάβατο) αντιδρώ, αλλάζω ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σαν αποτέλεσμα ή σε απάντηση σε κάτι