Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
rançonner
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
rançonner
(fr)
κρατώ κάποιον
όμηρο
εν όψει της
καταβολής
λύτρων
περιορίζω
την
κατανάλωση
ενός προϊόντος σε περίοδο έκτακτης
ανάγκης
Συγγενικά
επεξεργασία
rançon
rançonnement
rançonneur
-
rançonneuse