Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rançon rançons

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rançon (fr) θηλυκό

  1. τα λύτρα
  2. (μεταφορικά) το τίμημα, με αρνητική έννοια, το κόστος που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να πετύχει κάτι
    la rançon du succès est lourde - το τίμημα για να πετύχει κανείς (στη ζωή του) είναι βαρύ

Συγγενικά επεξεργασία