rançon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rançon | rançons |
Ουσιαστικό επεξεργασία
rançon (fr) θηλυκό
- τα λύτρα
- (μεταφορικά) το τίμημα, με αρνητική έννοια, το κόστος που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να πετύχει κάτι
- la rançon du succès est lourde - το τίμημα για να πετύχει κανείς (στη ζωή του) είναι βαρύ