ramoneur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ramoneur < ramoner
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ramoneur | ramoneurs |
ramoneur (fr) αρσενικό
- αυτός που έχει σαν επάγγελμα να καθαρίζει καπνοδόχους από τη στάχτη
- (τεχνολογία) μηχάνημα που χρησιμεύει στον καθαρισμό των σωλήνων θερμαστρών